-
1 δικρανον
-
2 δίκρανον
δίκρᾱνον, δίκρανονtwo-headed: neut nom /voc /acc sgδίκρανοςtwo-headed: masc /fem acc sgδίκρανοςtwo-headed: neut nom /voc /acc sg -
3 δί-κρᾱνος
δί-κρᾱνος, zweiköpfig; τὸ δίκρανον, Zweizink, Gabel; δικράνοις ἐξωϑεῖν τῆς οἰκίας, furca expellere, Luc. Tim. 12.
-
4 δικράνοις
δικρά̱νοις, δίκρανονtwo-headed: neut dat plδίκρανοςtwo-headed: masc /fem /neut dat pl -
5 δίκρανα
δίκρᾱνα, δίκρανονtwo-headed: neut nom /voc /acc plδίκρανοςtwo-headed: neut nom /voc /acc pl -
6 δίκρανος
δῐ-κρᾱνος, ον,A two-headed, Parm.6.5.II Subst. [full] δίκρᾱνον, τό, pitchfork,δικράνοις ἐξωθεῖν Luc.Tim.12
.III δικράνους· τὰς τριόδους, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίκρανος
-
7 δίκρατον
δῐ-κρατον νόμισμα ἢ δίκρανον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίκρατον
-
8 δίκρᾱνος
δί-κρᾱνος, zweiköpfig; τὸ δίκρανον, Zweizink, Gabel; δικράνοις ἐξωϑεῖν τῆς οἰκίας, furca expellere
См. также в других словарях:
δίκρανον — δίκρᾱνον , δίκρανον two headed neut nom/voc/acc sg δίκρανος two headed masc/fem acc sg δίκρανος two headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκρανο — το (Α δίκρανος, ον) 1. το δικράνι 2. φρ. «καυδιανά δίκρανα» στενό πέρασμα στο Καύδιο μεταξύ τής Καμπανιάς και τής χώρας τών Σαμνιτών νεοελλ. 1. ονομασία βρύου 2. μονάδα μεταβολών τού βεληνεκούς στις βολές πυροβολικού 3. φρ. «διέρχεται υπό τα… … Dictionary of Greek
δικράνι — το και δικριάνι και δεκριάνι (Α δίκρανον, Μ δικράνιον) γεωργικό εργαλείο με δύο δόντια, χηλές, και μακριά λαβή το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στο αλώνισμα και λίχνισμα τών σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δίκρανο] … Dictionary of Greek
δικράνοις — δικρά̱νοις , δίκρανον two headed neut dat pl δίκρανος two headed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκρανα — δίκρᾱνα , δίκρανον two headed neut nom/voc/acc pl δίκρανος two headed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)