Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὸ δίκρανον

См. также в других словарях:

  • δίκρανον — δίκρᾱνον , δίκρανον two headed neut nom/voc/acc sg δίκρανος two headed masc/fem acc sg δίκρανος two headed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκρανο — το (Α δίκρανος, ον) 1. το δικράνι 2. φρ. «καυδιανά δίκρανα» στενό πέρασμα στο Καύδιο μεταξύ τής Καμπανιάς και τής χώρας τών Σαμνιτών νεοελλ. 1. ονομασία βρύου 2. μονάδα μεταβολών τού βεληνεκούς στις βολές πυροβολικού 3. φρ. «διέρχεται υπό τα… …   Dictionary of Greek

  • δικράνι — το και δικριάνι και δεκριάνι (Α δίκρανον, Μ δικράνιον) γεωργικό εργαλείο με δύο δόντια, χηλές, και μακριά λαβή το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στο αλώνισμα και λίχνισμα τών σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δίκρανο] …   Dictionary of Greek

  • δικράνοις — δικρά̱νοις , δίκρανον two headed neut dat pl δίκρανος two headed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκρανα — δίκρᾱνα , δίκρανον two headed neut nom/voc/acc pl δίκρανος two headed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»